φιάσκο — το (λ. ιταλ.), παταγώδης αποτυχία ή πάθημα που προκαλεί το γέλιο και το χλευασμό των άλλων: Έπαθαν μεγάλο φιάσκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασκαρίκα — η 1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ όλη μου τη ζωή») 2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Κέρτιζ, Ίμρε — (Imre Kertisz, Βουδαπέστη 1929 –). Ούγγρος λογοτέχνης. Το 1944 φυλακίστηκε εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του αρχικά στο Άουσβιτς και αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Το 1948, μετά την επιστροφή του στην Ουγγαρία, ξεκίνησε να αρθρογραφεί για την… … Dictionary of Greek
κασκαρίκα — η (ίσως λ. ιταλ.), αστείο πάθημα, φιάσκο, πανουργία σε βάρος άλλου χάριν αστεϊσμού: Του φτιαξα μια κασκαρίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)