φιάσκο

φιάσκο
το, Ν
παταγώδης αποτυχία ή πάθημα, που προκαλεί τον χλευασμό τών άλλων («έπαθε μεγάλο φιάσκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiasco «μπουκάλι» με μτφ. σημ. «αποτυχία», λ. γερμ. προέλευσης (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flaska «μπουκάλι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιάσκο — το (λ. ιταλ.), παταγώδης αποτυχία ή πάθημα που προκαλεί το γέλιο και το χλευασμό των άλλων: Έπαθαν μεγάλο φιάσκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κασκαρίκα — η 1. αστείο πάθημα από απερισκεψία ή από τέχνασμα άλλου προσώπου, φιάσκο («έπαθα μια κασκαρίκα που δεν θα τήν ξεχάσω σ όλη μου τη ζωή») 2. το ίδιο το τέχνασμα από το οποίο προέρχεται η κασκαρίκα, χονδροειδής αστεϊσμός, καζούρα, φάρσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Κέρτιζ, Ίμρε — (Imre Kertisz, Βουδαπέστη 1929 –). Ούγγρος λογοτέχνης. Το 1944 φυλακίστηκε εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του αρχικά στο Άουσβιτς και αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Το 1948, μετά την επιστροφή του στην Ουγγαρία, ξεκίνησε να αρθρογραφεί για την… …   Dictionary of Greek

  • κασκαρίκα — η (ίσως λ. ιταλ.), αστείο πάθημα, φιάσκο, πανουργία σε βάρος άλλου χάριν αστεϊσμού: Του φτιαξα μια κασκαρίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”